- λίνυφος
- λίνυφος, -ον και λινυφής, -ές (Α)1. λινοϋφής2. φρ. «ἡ συντεχνία τῶν λινύφων» — η συντεχνία αυτών που κατεργάζονται το λίνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -υφος (< ὕφος), πρβλ. ορθό-υφος, ταπίδ-υφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
PIPIO — Graece πίπος avis pullus: sicut ex βάμβαλος bambalio, ex ἄρδαλος seu ardelio, ex λίνυφος linyphio, orta. Apud Lamprid. in Alexandro Seu. c. 41. pipiones. palumbini sunt pulli, ut pulliceni, gallinacei et pavonini: Nam aviaria instituerat pavorum… … Hofmann J. Lexicon universale
RESTIO et RESTIARIUS — differunt ut Linteo et Lintearius, Optimae Gloss. Lintearius, ὀθονοπώλης linteo, λίνυφος. Sic Lintearius pro linteae vestis negotiatore, l. 7. Cod. de excus. mun. Linteo vero est, qui lintea conficit et texit. Similiter in Glossis Restio,… … Hofmann J. Lexicon universale
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek
λινυφάριος — λινυφάριος, ὁ (Α) λινοϋφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνυφος + κατάλ. άριος] … Dictionary of Greek
λινυφείον — λινυφεῑον και λινοΰφιον, τὸ (Α, Μ λινοϋφεῑον) [λίνυφος] εργαστήριο για κατεργασία λίνου και ύφανση λινών υφασμάτων … Dictionary of Greek
λινυφικός — και λινοϋφικός, ή, όν (AM) [λίνυφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύφανση τού λίνου … Dictionary of Greek